- δειπνήσας
- δειπνήσᾱς , δειπνέωmake a mealaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… … Dictionary of Greek
οκτάβλωμος — ὀκτάβλωμος, ον (Α) (για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»] … Dictionary of Greek
τετράτρυφος — ον, Α ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)] … Dictionary of Greek